- εξωμίας
- ο (Α ἐξωμίας)νεοελλ.ρυγχοφόρο κολεόπτερο έντομοαρχ.αυτός που φοράει ένδυμα χωρίς μανίκια και έχει τα χέρια του γυμνά ώς τους ώμους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξωμίας — ἐξωμίᾱς , ἐξωμίας one with arms bare to the shoulder masc acc pl ἐξωμίᾱς , ἐξωμίας one with arms bare to the shoulder masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek